- βούγλωσσο
- το (AM βούγλωσσον)βλ. βούγλωσσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούγλωσσος — ο και βούγλωσσο, το (AM βούγλωσσος και βούγλωσσον, Α και βούγλωττος) 1. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους Άγχουσα 2. το αρσ. ως ουσ. βούγλωσσος, ο το ψάρι γλώσσα μσν. ως επίθ. αυτός που μιλάει αργά και με δυσκολία … Dictionary of Greek
φούρνελας — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού βούγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek